-
1 κροκη
ἥ1) уток2) нить(κ. ῥαγεῖσα Plut.)
ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ἀπηρτῆσθαι погов. Luc. — висеть на волоске3) шерстяное волокно, шерсть4) pl. ткань(μαλακαὴ κρόκαι Pind.)
5) pl. галька, голыш(περὴ τοὺς αἰγιαλούς Arst.)
1 κροκη
(κ. ῥαγεῖσα Plut.)
(μαλακαὴ κρόκαι Pind.)
(περὴ τοὺς αἰγιαλούς Arst.)